οικειοτονούμαι

οικειοτονούμαι
οἰκειοτονοῡμαι, -έομαι (Α)
(για λέξη) έχω τον δικό μου τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -τονῶ / -τονοῦμαι (< τόνος), πρβλ. φλεβο-τονούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”